- καταγυμνασία
- καταγυμνασία, ἡ (Α)[καταγυμνάζομαι]η γυμνασία*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταγυμνασίαν — καταγυμνασίᾱν , καταγυμνασία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)